To έπαιζαν δύο παιδιά, περίπου όπως την «τριώτα», την «τεσσερώτα» και την «εννιάδα». Παιζόταν πάνω σε σχήμα που διέφερε λίγο από το σχήμα της «εννιάδας», επειδή ενώνονταν οι γωνίες των τριών τετραγώνων με διαγώνιες γραμμές. Το κάθε παιδί χρειαζόταν δώδεκα πετρίτσες και γι' αυτό πήρε και το όνομα «δωδεκάπετρο».

Με τη σειρά που έπαιρναν, είτε με λάχνισμα είτε και με συμφωνία, έβαζαν οι παίχτες τις πετραδίτσες τους από τρεις - τρείς. Έβαζε λοιπόν ο πρώτος τις τρεις πετρίτσες του έτσι που να έφτιαχνε «τριώτα» ή «τριώδιο», ο δεύτερος έκανε το ίδιο, έπειτα πάλι ο πρώτος, πάλι ο δεύτερος κλπ. Έτσι πιάνονταν και τα εικοσιτέσσερα σημεία της τομής των ευθειών που είχε το σχήμα.

Μετρούσε ο πρώτος τις «τριώτες» που πέτυχε. Όσες «τριώτες» έκανε, τόσες πετραδίτσες του αντιπάλου είχε δικαίωμα να αποσύρει από τις θέσεις που έπιασε ο
αντίπαλος του. Όχι όμως όποιες ήθελε αυτός, αλλά όποιες του έλεγε ο δεύτερος.

Ύστερα μετρούσε και ο δεύτερος τις «τριώτες» του, και έκανε το ίδιο κι αυτός. Απέσυρε δηλαδή πετρίτσες του πρώτου, όποιες όμως εκείνος του επέτρεπε.

Ύστερα από το άδειασμα κάμποσων θέσεων άρχιζαν τη μετακίνηση των πετραδιών επάνω στο «δωδεκάπετρο» με τη σειρά, ο καθένας όμως με την προσπάθεια να πηδήξει κάποια πετρίτσα του άλλου, επειδή τότε δικαιωματικά την απέσυρε, «του την έτρωγε».

Όποιος κατάφερνε με το πήδημα να πάρει γρηγορότερα τις πετρίτσες του άλλου, κέρδιζε μία παρτίδα κι έπειτα άρχιζαν να ξαναβάζουν, ώσπου να έφτανε πρώτος,
κάποιος από τους δυο, τις επιτυχίες που κανόνισαν στην αρχή του παιγνιδιού.

Αυτός ήταν και ο νικητής.

Στην Αιτωλία παιζόταν με κάποια μικρή παραλλαγή. Δεν έβαζαν τρεις-τρεις τις πετραδίτσες, παρά μία-μία. Μία ο ένας, μία ο άλλος κλπ. Κάθε φορά που πετύχαινε
«τριάρα» ένας παίχτης αφαιρούσε από τα πετράδια του άλλου ένα, «έτρωγε» όποιο του άρεσε κι αυτό διευκόλυνε έπειτα το σύρσιμο. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο πιο τυχερός πετύχαινε και δυο, τρεις τριάρες μονομιάς.

Επίσης ο πιο ικανός πετύχαινε και «δίπορτες» και κάποτε «τρίπορτες», «τριάρες». Έκανε δηλαδή με τη μετακίνηση της ίδιας πετρίτσας δύο «τριάρες», τρεις «τριάρες».

Προσπάθεια και των δυο ήταν να μπορέσουν να κάνουν αποκλεισμό στον αντίπαλο, να μετακινούσαν δηλαδή έτσι το πετραδάκι τους, ώστε να μην ήταν εφικτό στον αντίπαλο παίχτη το σύρσιμο.

Κέρδιζαν τότε μια επιτυχία «κολοκύθα». Στην περίπτωση αυτή απέσυραν τα πετράδια και άρχιζαν νέο παιγνίδι.

Το παιγνίδι αυτό, στην Αιτωλία λεγόταν «δωδεκάρα».


Δείτε εδώ σχετικό video

 


περισσότερα περί παιγνιδιών
στο βιβλίο - Λεύκωμα του
Γιώργου Σαγώνα
- ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΠΑΙΓΝΙΔΙΑ -