Το έπαιζαν δύο παιδιά σε μακρύ, τριών περίπου μέτρων τετράπλευρο χωρισμένο με σταυρωτές γραμμές σε τρία ζευγάρια μικρότερα τετράπλευρα.

Οριζόταν πρώτα με λάχνισμα η σειρά των παιχτών Ο πρώτος στεκόταν μπρος στη στενή γραμμή και έριχνε μια πετραδίτσα πλακερή στο πρώτο προς τα αριστερά τετράπλευρο, έπειτα στο δεύτερο, κατόπιν στο τελευταίο.

Κάθε φορά κουτσαίνοντας στο δεξί, έκανε πρώτα έναν περίπατο από τετράπλευρο σε τετράπλευρο, έστρεφε προς τα δεξιά και σταματούσε στο τελευταίο δεξί τετράπλευρο. Εκεί ξεκουραζόταν και, κουτσαίνοντας πάλι, ξαναγύριζε τον ίδιο δρόμο, ώσπου να έφτανε στο τετράπλευρο, όπου βρισκόταν η πετραδίτσα του ύστερα από κάθε ρίξιμο. Την χτυπούσε με τη μύτη του παπουτσιού ή του γυμνού ποδιού του άμα ήταν ξυπόλυτος, προς τα εμπρός για να την ξεπετάξει έξω.

Πρόσεχε όμως:

1. Να μην πατήσει καμιά γραμμή.

2. Να μην πέσει η πετραδίτσα σε γραμμή.

3. Να μην ξεπεταχτεί από τα πλάγια έξω.

4. Να μην πατήσει κάτω το κουτσό το πόδι.


Έπειτα στεκόταν έξω από το τελευταίο κατά τα αριστερά τετράγωνο και ίσα έξω από τη γωνία. Έριχνε το πετραδάκι στο πρώτο προς τα δεξιά τετράπλευρο. Ερχόταν πάλι από εμπρός και κουτσαίνοντας περνούσε και τα τρία προς τα αριστερά τετράπλευρα. Έστριβε προς το τελευταίο από τα δεξιά, και πατώντας τα δύο πόδια του κάτω ξεκουραζόταν. Από εκεί κουτσαίνοντας περνούσε το μεσιανό τετράπλευρο και έφθανε στο τετράπλευρο όπου βρισκόταν το πετραδάκι. Το χτυπούσε κατά το μεσιανιό δεξί τετράπλευρο, κι απ' αυτό στο ακρινό. Εδώ ξεκουραζόταν πάλι. Σβαρνιστά τώρα κι όχι χτυπητά, πάντα όμως κουτσαίνοντας, έσπρωχνε το πετραδάκι προς το τελευταίο αριστερό τετράπλευρο κι από αυτό, χτυπώντας στο κουτσό, από τετράπλευρο σε τετράπλευρο προσπαθούσε να το ξεπετάξει έξω από μπρος.

Έπαιρνε πάλι το πετραδάκι, στεκόταν μπρος στο πρώτο αριστερό τετράπλευρο και έριχνε στο μεσιανό δεξί τετράπλευρο. Κουτσαίνοντας έπειτα, περνούσε τα αριστερά τετράπλευρα, έστρεφε στο τελευταίο δεξιά, ξεκουραζόταν, έπειτα κουτσαίνοντας έμπαινε στο μεσαίο δεξιά όπου βρισκόταν το πετραδάκι, το χτυπούσε κατά το τελευταίο, κι από εκεί σβαρνιστά το έφερνε στο τελευταίο αριστερό, κι από αυτό από τετράπλευρο σε τετράπλευρο πάντα κουτσά, προσπαθούσε χτυπώντας το με τη μύτη του παπουτσιού του να το ξεπετάξει από μπρος έξω.

Έπειτα έπαιρνε το πετραδάκι, στεκόταν μπρος στη γραμμή και το έριχνε στο τελευταίο δεξί τετράπλευρο.

Με τον ίδιο πάντα τρόπο, κουτσά-κουτσά έπαιρνε όλα τα αριστερά τετράπλευρα και έστρεφε κατά το τελευταίο δεξιά, όπου βρισκόταν η πέτρα. Ξεκουραζόταν λίγο κι έπειτα σβαρνιστά όπως πρωτύτερα, την έφερνε στο τελευταίο αριστερά, κι από κει πηδηχτά και κουτσά τη χτυπούσε, και την έβγαζε πάλι από μπρος έξω.

Κατόπιν έπαιρνε την πετραδίτσα, την τοποθετούσε απάνω στο παπούτσι του δεξιού ποδιού του, ή στο γυμνό πόδι, και την έριχνε επάνω. Όταν η πέτρα γύριζε κάτω, έπρεπε να την πιάσει με το χέρι.

Την τοποθετούσε και πάλι επάνω στο παπούτσι, ή στο γυμνό πόδι, και σιγά-σιγά, για να μην του έπεφτε η πέτρα, βάδιζε και περνούσε όλα τα αριστερά τετράπλευρα, έστρεφε κατά τα δεξιά, τα περνούσε κι αυτά, ώσπου έφτανε στο πρώτο δεξιά. Γύριζε πάλι αντίστροφα, τα περνούσε ξανά όλα και έβγαινε από το πρώτο αριστερά τετράπλευρο.

Έπαιρνε έπειτα το πετράδι και το έσφιγγε κάτω από την κλείδωση του γονάτου, κάμπτοντας την κνήμη προς τα πίσω και επάνω. Έτσι με το άλλο πόδι κουτσά έκανε ένα ταξίδι σ' όλα τα τετράπλευρα, αφού άρχιζε από το πρώτο αριστερά και τελείωνε στο πρώτο δεξιά και αντίστροφα.

Όταν κατόρθωνε κι αυτό, χωρίς να του ξέφευγε η πετραδίτσα, έκλεινε τα μάτια του και στα τυφλά περνούσε από όλα τα τετράπλευρα, όπως και πρωτύτερα. Τώρα όμως με πολλή προφύλαξη. Κάθε φορά ρωτούσε τον άλλο παίχτη, που παρακολουθούσε προσεχτικά, μήπως πάτησε γραμμή.

Πατώ;

Όχι!

Πατώ;

Όχι!...

Άμα και το ταξίδι αυτό γινόταν χωρίς λάθος, ο παίχτης κέρδιζε και ξανάρχιζε ο ίδιος από την αρχή.

Όπως και στα παραπάνω παιγνίδια, έτσι κι εδώ έχανε όταν:

  • Η πετραδίτσα έπεφτε επάνω σε γραμμή, ή
  • Δεν έβγαινε από μπρος έξω, ή
  • Αν ο παίχτης πατούσε και το άλλο πόδι, ενώ ήταν υποχρεωμένος πάντα να κουτσαίνει, ή
  • Αν πατούσε καμιά γραμμή ή
  • Δεν έπιανε την πετρίτσα, ενώ την έριχνε με το πόδι επάνω, ή
  • Αν αυτή του έπεφτε από το πόδι, όταν τριγυρνούσε τα διάφορα τετράπλευρα, ή
  • Αν αυτή του ξέφευγε, όταν την κρατούσε κάτω από το γόνατο και τέλος
  • Αν πατούσε τη γραμμή, όταν έκανε το ταξίδι στα τυφλά.

Σ' όλες αυτές τις περιπτώσεις παραχωρούσε τη θέση του στο δεύτερο παίχτη. Το παιγνίδι αυτό παιζόταν στη Αιτωλία.

Σβαρνιστά = σέρνοντας

παρακολουθείστε εδώ, πως παιζόταν το παιγνίδι

 


περισσότερα περί παιγνιδιών
στο βιβλίο - Λεύκωμα του
Γιώργου Σαγώνα
- ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΠΑΙΓΝΙΔΙΑ -