Το παιγνίδι αυτό, όπως εδώ περιγράφεται, παιζόταν στην Αιτωλία από πολλά κορίτσια σε μέρος ανοιχτό. Βεβαίως υπάρχουν κι άλλες παραλλαγές.
Απαραίτητη ήταν και η ύπαρξη κάποιου δένδρου ή τοίχου. Ας υποθέσουμε, πως τα κορίτσια, που το έπαιζαν, ήταν δέκα πέντε, 1,2,3,4,5 14,15. Πιάνονταν όλα χέρι με χέρι, με το πρόσωπο γυρισμένο προς το ίδιο μέρος, και έφτιαχναν μία ευθεία γραμμή κάθετη στον τοίχο ή στο δέντρο.
Το πρώτο κορίτσι (1) άπλωνε το αριστερό του χέρι και το ακουμπούσε στον τοίχο, έτσι που μεταξύ του σώματος του και του δένδρου ή του τοίχου σχηματιζόταν κάτι σαν γεφύρι.
Άρχιζε τότε να λέει:
Έχω πάπλωμα χρυσό!
Έχω και μεταξωτό απαντούσε το ακρινό, το δεκατοπέμπτο κορίτσι.
Φερ’ το δω για να το ιδώ!
Τόχει ο γιος μου στο σχολειό!
Ύστερα από το διάλογο αυτό ξεκίναγε το ακρινό κορίτσι - το δεκατοπέμπτο - ακολουθούμενο από τα άλλα, κατά το γεφύρι, που όπως είπαμε, είχε φτιάξει με το χέρι του στον τοίχο το πρώτο (1) κορίτσι. Ταυτόχρονα, ενώ βάδιζαν, γινόταν ο ακόλουθος διάλογος:
Το πρώτο κορίτσι: Έμαθα πως πέθανε!
Ένα άλλο: Ποιος παπάς τον έθαψε;
Και όλα μαζί τραγουδούσαν:
Ο παπάς ο γούμένος
με τα γουμενάκια του
και με τα παιδάκια του.
Βαδίζοντας λοιπόν ρυθμικά, σύμφωνα με το χρόνο και το μέτρο του τραγουδιού, έφθανε το τελευταίο, το δεκατοπέμπτο κορίτσι στο γεφύρι, το περνούσε και πίσω του με τη σειρά περνούσαν και τα άλλα κορίτσια, έτσι ερχόταν και η σειρά του δεύτερου κοριτσιού (2) - εκείνου δηλαδή, που ήταν πιασμένο χέρι με χέρι με το πρώτο - να περάσει. Περνά λοιπόν χωρίς να απολύσει το χέρι του πρώτου (1) και έτσι κάνει το δεύτερο κορίτσι (2) νέο γεφύρι, το δεύτερο γεφύρι, με το αριστερό του χέρι πιασμένο καθώς είναι από το δεξί του πρώτου (1).
Το τελευταίο κορίτσι, το δεκατοπέμπτο, επέστρεφε για να ξαναπεράσει και πίσω του ακολουθούσαν και τα άλλα κορίτσια. Μα αυτή τη φορά δεν περνούσε από το πρώτο αλλά από το δεύτερο γεφύρι. Πίσω του περνούσε και το δεκατοτέταρτο, δεκατοτρίτο, δωδέκατο κλπ. κορίτσι, έτσι ερχόταν και η σειρά του τρίτου (3) κοριτσιού. Περνούσε λοιπόν κι αυτό χωρίς να απολύσει το χέρι του δεύτερου (2) κοριτσιού και έτσι φτιαχνόταν τρίτο γεφύρι με το αριστερό χέρι του τρίτου κοριτσιού καθώς τεντωνόταν πιασμένο από το δεξί χέρι του δεύτερου (2) κοριτσιού.
Το ακρινό (15) κορίτσι ξαναγύριζε και περνούσε πρώτα αυτό και πίσω του τα άλλα κάτω από το τρίτο γεφύρι, ερχόταν η σειρά του τέταρτου κοριτσιού (4) να περάσει, περνούσε κι αυτό και έφτιαχνε με τον ίδιο τρόπο με το αριστερό του χέρι το τέταρτο γεφύρι
Έτσι συνέχιζαν να περνούν ολοένα τα κορίτσια με επικεφαλής το ακρινό (15-ο) και κάθε φορά που περνούσαν και ολοένα τυλιγόντουσαν, λιγόστευε κατά ένα η γραμμή τους, επειδή γινόταν το πέμπτο, το έκτο, το έβδομο.... γεφύρι, ωσότου έμενε ολομόναχο το ακρινό κορίτσι.
Μ’ αυτόν τον τρόπο η ευθεία γραμμή είχε γίνει μια αλυσίδα από παιδιά, που το καθένα είχε περιζώσει με το δεξί του χέρι το στήθος του, και με το τεντωμένο αριστερό είχε φτιάξει το γεφύρι του.
Στη συνέχεια άρχιζαν να φτιάχνουν το «κουβάρι».
Με κέντρο το ακρινό κορίτσι -το δεκατοπέμπτο- τυλιγόταν ολοένα η αλυσίδα, που είχαν φτιάξει τα παιδιά, ώσπου κουβαριαζόταν σαν ένα φίδι. Έπειτα - πάντα με το ρυθμό του τραγουδιού - η αλυσίδα ξετυλιγόταν σε κύκλο.
Τέλος ξεπιάνονταν και αναπηδούσαν ακολουθώντας το ρυθμό του παραπάνω τραγουδιού, που ακατάπαυστα επαναλαμβανόταν.