Για να παιχτεί το παιγνίδι αυτό, χρειάζονταν δύο παιδιά. Περισσότερα αν μαζεύονταν, το παιγνίδι παιζόταν καλλίτερα.

Η συντροφιά διάλεγε ένα μέρος ανοιχτό και ομαλό. Κάθε παιδί έπρεπε να κρατά στα χέρια του ένα μπαστούνι μακρύ ως ένα μέτρο. Το μπαστούνι αυτό, καμωμένο από οποιοδήποτε ξύλο στερεό, ονομαζόταν «τσιλίκα».

Η συντροφιά χρειαζόταν κι ένα άλλο ξύλο όχι πολύ παχύ και μακρύ, ίσα με είκοσι - τριάντα πόντους, ξυσμένο και από τις δύο του άκρες, όπως ένα μολύβι. Το δεύτερο αυτό ξύλο το ονόμαζαν «τσιλίκι» ή «τσιλικόξυλο».

Πρώτα συμφωνούσαν τα παιδιά ως τις πόσες «λούμπες» θα έπαιζαν.  Έπειτα μοιράζονταν σε δύο ισάριθμες ομάδες. Μετά αποφάσιζαν ποια ομάδα θα έπαιζε πρώτη με τον ακόλουθο τρόπο.

Ο πιο ζωηρός της μιας ομάδας χάραζε σε ομαλό μέρος έναν κύκλο αρκετά μεγάλο. Τον κύκλο αυτό ονόμαζαν «αλώνι». Στεκόταν στο κέντρο κι από κει χτυπούσε με την «τσιλίκα» το «τσιλικόξυλο». Ξεπετιόνταν αυτό και έπεφτε κάπου πιο πέρα. Ρωτούσε κατόπιν τη δεύτερη ομάδα: • Τι παίρνετε «τσιλίκι» ή «τσιλικόξυλο»;
Ύστερα από τη δήλωση αυτή, έβαζε κάτω την «τσιλίκα» του, έτσι που η μια της άκρη ν' ακουμπάει στην περιφέρεια του κύκλου δηλαδή του «αλωνιού», κι η άλλη να κατευθύνεται προς το μέρος που βρισκόταν το «τσιλικόξυλο». Τότε άρχιζε να μετράει με την «τσιλίκα» του λέγοντας «τσιλίκι», «τσιλικόξυλο», «τσιλίκι», «τσιλικόξυλο».... Κι έτσι με κάθε μετρησιά, προχωρούσε ώσπου να φτάσει το «τσιλικόξυλο». Αν η τελευταία λέξη τη στιγμή που θα άγγιζε η «τσιλίκα» το «τσιλικόξυλο» ήταν αυτή που διάλεξε η δεύτερη ομάδα, τότε αυτή θα έπαιζε πρώτη. Αν όχι, θα έπαιζε πρώτη η άλλη ομάδα, και πρώτος αυτός που έκανε το λάχνισμα.

Είχε το δικαίωμα να αρχίσει, όπως προτιμά, είτε από τη λέξη «τσιλίκι», είτε από τη λέξη¨τσιλικόξυλο».

Οι ομάδες τώρα αποχωρίζονταν. Η ομάδα που θα έπαιζε πρώτη(Α), στεκόταν από τη μεριά του «αλωνιού». Στο κέντρο Γ του «αλωνιού» βρισκόταν το παιδί που θα έπαιζε πρώτο

Η άλλη ομάδα(Β), απομακρυνόταν τόσο, όσο αυτή θεωρούσε πως θα μπορούσε να φτάσει το «τσιλικόξυλο», όταν αυτό χτυπιόταν από το παιδί που βρισκόταν στο «αλώνι».

Το παιδί που έπαιζε πρώτο από το κέντρο του κύκλου, χτυπούσε προς το μέρος της δεύτερης ομάδας με την «τσιλίκα» του. Από την άλλη μεριά οι παίχτες της δεύτερης ομάδας περίμεναν με σηκωμένες τις «τσιλίκες» να χτυπήσουν το «τσιλικόξυλο» . Δύο ήταν τα πιθανά ενδεχόμενα:

1. Η ομάδα Β κατάφερνε να πιάσει ή να αποκρούσει το «τσιλικόξυλο».

Αν κατάφερνε κάποιος από την δεύτερη ομάδα, να χτυπήσει με την «τσιλίκα» του προς το μέρος της πρώτης ομάδας το «τσιλικόξυλο» ή να το πιάσει με τα χέρια, χωρίς αυτό να πέσει κάτω, η ομάδα Β κέρδιζε. Στις δύο αυτές περιπτώσεις (όπου ο παίχτης της Β ομάδας έπιανε ή χτυπούσε το «τσιλικόξυλο») «καιγόταν» αυτός που βρισκόταν στο κέντρο Γ του «αλωνιού», και έδινε τη θέση του στον παίχτη της ομάδας Β που τα κατάφερε.

2. Αν η ομάδα Β δεν κατάφερνε να πιάσει ή να αποκρούσει το «τσιλικόξυλο».

Σε περίπτωση όπου η δεύτερη ομάδα δεν προλάβαινε ούτε να πιάσει ούτε να χτυπήσει το «τσιλικόξυλο», συνέχιζε να παίζει ο ίδιος παίχτης. Σαν τύχαινε το «τσιλικόξυλο» να πέσει κατά γης, στο καρτέρι της δεύτερης ομάδας, τότε ο πιο επιδέξιος της ομάδας αυτής έπαιρνε από κάτω το «τσιλικόξυλο» και το έριχνε προς τον κύκλο. Ο σκοπός του ήταν να το ρίξει μέσα, μα ήταν πολύ δύσκολο γιατί ο παίχτης που ήταν στο κέντρο του «αλωνιού», περίμενε με σηκωμένη την «τσιλίκα» του για να αποκρούσει το χτύπημα του αντιπάλου του. Έτσι έβαζε όλη του την τέχνη και έκανε πολλές εξυπνάδες - προσποιήσεις για να το κατορθώσει. Άλλοτε το σήκωνε ψηλά, τάχα πως θα το ρίξει από ψηλά, άλλοτε το χαμήλωνε, άλλοτε το γύριζε δεξιά ή αριστερά για να αναγκάσει τον παίχτη του κέντρου να τα χάσει και να μην ξέρει από πού θα του έρθει.

2.1. Αν κατάφερνε να ρίξει μέσα στον κύκλο το «τσιλικόξυλο» τότε κέρδιζε, και ο παίχτης που βρισκόταν στο κέντρο του «αλωνιού», «καιγόταν». Ο «καμένος» αναγκαζόταν να δώσει τη θέση του στον κατοπινό για να παίξει.

2.2. Άμα όμως ο παίχτης του κέντρου, κατάφερνε να αποκρούσει το «τσιλικόξυλο» έξω και μακριά από τον κύκλο, τότε γινόταν μέτρημα. Μετρούσε με την «τσιλίκα» του από την περιφέρεια του κύκλου, του «αλωνιού», ως το «τσιλικόξυλο» ένα, δύο, τρία, τέσσερα κλπ. Όσα μετρήματα γίνονταν, τόσες ήταν οι επιτυχίες και οι «λούμπες», και ανήκαν σ' όλη την ομάδα του. Αν η τελευταία μετρησιά δεν έβγαινε ακέραια τότε ο παίχτης του κέντρου έχανε όλες τις «λούμπες», «καιγόταν» και παραχωρούσε τη θέση του στον επόμενο παίχτη. Ύστερα από κάθε «κάψιμο» το παιγνίδι το συνέχιζε ο παρακάτω της κάθε ομάδας, κι έτσι ερχόταν η στιγμή που τελείωναν όλοι οι παίκτες. Τότε γινόταν αλλαγή των ομάδων. Η μια πήγαινε πέρα, η άλλη ερχόταν στο «αλώνι».

Το παίξιμο συνεχιζόταν ώσπου η μία από τις δύο ομάδες να χάσει τις «λούμπες» που είχαν ορίσει στην αρχή. Σας βάλαμε τόσες «λούμπες», φώναζε με χαρές και γέλια η νικήτρια ομάδα. 

Σημειώσεις

Τσιλίκι, λεγόταν το παιγνίδι στη Θεσσαλία και Φθιωτιδοφωκίδα.

Στην Αιτωλία παιζόταν με το όνομα «ντάλια» και την παραλλαγή της «λέγγα».

Στην Ακαρνανία και Ήπειρο ήταν γνωστή με το όνομα «σκλέντζα».

Στην Κρήτη λεγόταν «ντελιμάς» «ξιλίκι» και «Τηλέμαχος». Οι λέξεις τσιλίκι, ξυλίκι, τσιλικόξυλο,... και όλες οι παρεμφερείς, απαντώνται στη Βιβλιογραφία άλλοτε με «ι» άλλοτε με «υ».

Το τσιλίκι, στην Αιτωλία λεγόταν «ματσούκι», στην Ακαρνανία «σκλέντζα», στην Ήπειρο «σκόπι», στην Κρήτη «βέργα».

Το τσιλικόξυλο, στην Αιτωλία λεγόταν «νταλιόνι» ή «νταλιόξυλο», στην Ακαρνανία «σκλέντζι», στα Τζουμέρκα «σκλέντζι», και σ' όλη την Ήπειρο «σκλέντζι», στην Κρήτη «ξιλίκι».

Οι λούμπες λέγονταν «Κολοκύθες» αλλού, στα Τζουμέρκα «σαμάρες», στην Ήπειρο «μπίνες», Στην Κρήτη «ντάλιες», αλλού «ρούμπους».

Με το όνομα Τατάλια και με το τσιλίκι να λέγεται σκλέντζα και την τσιλίκα να λέγεται δεκανίκι, παιζόταν το παιγνίδι αυτό στη Βόρειο Ελλάδα.

Το ίδιο επίσης παιγνίδι και με το όνομα Δεκανίκια παιζόταν στη Μακεδονία, εδώ οι παίχτες της νικήτριας ομάδας έλεγαν: σας βάλαμε τόσες «χλιούμπες».

Δείτε εδώ το σχετικό video


περισσότερα περί παιγνιδιών
στο βιβλίο - Λεύκωμα του
Γιώργου Σαγώνα
- ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΠΑΙΓΝΙΔΙΑ -